- μεταβάτης
- μεταβάτης, o (ΑM) [μεταβαίνω]μσν.1. αυτός που μετακινείται από το ένα μέρος στο άλλο2. μτφ. αποστάτης2. εκκλ. επίσκοπος που μετατίθεται αντικανονικά από μία επισκοπή σε άλληαρχ.ιππέας που μπορεί να μεταπηδά από το ένα άλογο στο άλλο, άμφιππος*.
Dictionary of Greek. 2013.